ὑφάλων

ὑφάλων
ὕφαλος
under the sea
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • ακανθουρίδες — (acanthuridae). Οικογένεια ψαριών που χαρακτηρίζονται επιστημονικά ως πλεκτόγναθα χαιτοδοντοειδή. Το σώμα τους είναι ψηλό, λεπτό, σκεπασμένο από μικρότατα κτενοειδή λέπια, και η ουρά τους έχει αγκάθια ή δερμικά θωράκια. Τα ψάρια αυτά ζουν στις… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • ζώπισσα — η (Α ζώπισσα) νεοελλ. μίγμα πίσσας και κεδρίας που βράζεται, αναμιγνύεται με λίπος και αιθάλη και χρησιμοποιείται για επάλειψη τών ύφαλων μερών τών πλοίων αρχ. 1. η παλαιά πίσσα και το κερί που ξύνονται από παλιά πλοία 2. το ρετσίνι τού πεύκου …   Dictionary of Greek

  • θυρόπλοιο — το ναυτ. ειδική πλωτή θύρα με την οποία κλείνεται η μόνιμη δεξαμενή που χρησιμεύει για τον καθαρισμό και την επισκευή τών υφάλων τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + πλοίο] …   Dictionary of Greek

  • κατάκλιση — η (AM κατάκλισις) [κατακλίνω] 1. το πλάγιασμα ατόμου ή πράγματος, η τοποθέτηση σε πλαγιαστή θέση 2. η θέση που παίρνει κάποιος για να ξεκουραστεί ή για να κοιμηθεί νεοελλ. ναυτ. το πλάγιασμα τού πλοίου για τον καθαρισμό τών υφάλων ή για επισκευή… …   Dictionary of Greek

  • κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… …   Dictionary of Greek

  • νεώλκιο — και νεωλκείο, το (Α νεώλκιον) [νεωλκός] ναυτ. κεκλιμένο επίπεδο στην ακτογραμμή πάνω στο οποίο ανελκύονται τα μικρά πλοία για επιθεώρηση, επισκευή ή χρωματισμό τών υφάλων και καθαρισμό …   Dictionary of Greek

  • ορβιτολίνη — (orbitolina). Γένος τρηματόφορων πρωτόζωων που έχει εκλείψει. Απολιθωμένα λείψανα βρέθηκαν παντού μέσα σε μεσοκρητιδικά και νεοκρητιδικά στρώματα. Απολιθώματα του είδους βρέθηκαν και στην Ελλάδα, κυρίως στα Κύθηρα και στην Κρήτη. * * * η… …   Dictionary of Greek

  • παλάμισμα — (I) το 1. η θέση τής παλάμης πάνω σε κάτι 2. χτύπημα με την παλάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαμίζω (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Φαρμακίδη]. (II) το [παλαμίζω (II)] ναυτ. καθάρισμα τών υφάλων τού πλοίου από παλαιά χρώματα, από φύκη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”